- Πελοπιδῶν
- Πελοπίδηςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
μεθίδρυσις — μεθίδρυσις, ἡ (Α) [μεθιδρύω] 1. μετάθεση, μετακίνηση, μετοίκηση, μετεγκατάσταση («αἱ Μυκῆναι μείζονα ἐπίδοσιν λαβοῡσαι διὰ τὴν τῶν Πελοπιδῶν εἰς αὐτὰς μεθίδρυσιν», Στράβ.) 2. μετατροπή, μεταρρύθμιση («μηδεμιᾱς μεθιδρύσεως μηδὲ μετακοσμήσεως… … Dictionary of Greek
πολύφθορος — ον, ΜΑ (με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος αρχ. 1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.) 2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθορος… … Dictionary of Greek
σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
Πέλοψ (-πας) — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, επώνυμος ήρωας της Πελοποννήσου. Γιος του Ταντάλου και της Κλυτίας ή Διώνης, υπήρξε ο γενάρχης των Πελοπιδών. Ενώ ήταν ακόμα παιδί, κατακρεουργήθηκε από τον πατέρα του, ο οποίος παράθεσε τα μέλη του σε συμπόσιο… … Dictionary of Greek